- Παλικός
- Παλικόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γλώσσα Πάλι («παλική γλώσσα») 2. φρ. «παλική φιλολογία» το σύνολο τών κανονικών κειμένων και ερμηνευτικών σχολίων που γράφηκαν στην γλώσσα Πάλι, γλώσσα τής ιερής φιλολογίας τού βουδισμού Θεραβάντα … Dictionary of Greek
Παλικοῖς — Παλικός masc dat pl Παλικοί masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλικοί — Παλικός masc nom/voc pl Παλικοί masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλικούς — Παλικός masc acc pl Παλικοί masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλικῶν — Παλική fem gen pl Παλικός masc gen pl Παλικοί masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)